- βαρελάδικο
- τοτο εργαστήριο του βαρελά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
Κουπάλα, Γιάνκα — (Yanka Kupala,Μινσκ 1882 – Μόσχα 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λευκορώσου ποιητή Ιβάν Ντομινίκοβιτς Λουτσέβιτς (Ivan Dominikovich Lutzevich). Καταγόταν από φτωχούς αγρότες και μετά το 1905 πήρε μέρος στο κίνημα παλιγγενεσίας των Λευκορώσων. Τα … Dictionary of Greek
βαρελοποιείο — το βλ. βαρελάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσάδικο — το το εργαστήριο του βουτσά, του βαρελά, το βαρελάδικο, το βαρελοποιείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)